Λουίζα Μέι Άλκοτ: Χαμένος στην Πυραμίδα, ή Η Κατάρα της Μούμιας

Η ιστορία της Αμερικανίδας συγγραφέας, Λουίζα Μέι Άλκοτ (1832-1888), είναι ένα  διήγημα που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό του Φρανκ Λέσλι, The New World το 1869 με τα αρχικά LMA μαζί με δύο γκραβούρες. Παρά το γεγονός ότι είχε ξεχαστεί κατα την διάρκεια του εικοστού αιώνα, το διήγημα βρέθηκε ξανά στην επιφάνεια το 1998 και έκτοτε αποτελεί ένα σημαντικό παράδειγμα της πρώιμης ιστορίας σχετικά με τον μύθο της κατάρα της μούμιας. Μέσα στον προηγούμενο αιώνα, αλλά και αυτόν, έχουν γυριστεί πάρα πολλές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές σχετικά με το θέμα αυτό. Όμως, μεγάλο ρόλο έπαιξαν και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων κατά την διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών που έγιναν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τα οποία επικεντρώθηκαν στους θανάτους ανθρώπων που εργάστηκαν σε αυτές.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:

''Και τι είναι αυτά, Πολ?'', ρώτησε η Έβελυν, ανοίγοντας ένα ξεθωριασμένο χρυσό κουτί και εξετάζοντας με περιέργεια τα περιεχόμενά του.

''Σπόροι από κάποιο άγνωστο αιγυπτιακό φυτό'', απάντησε ο Φόρσαϊθ, με μια απότομη σκιά στο σκουρόχρωμο πρόσωπό του καθώς χαμήλωσε το βλέμμα του πάνω στους τρεις κατακόκκινους σπόρους που βρίσκονταν στο λευκό χέρι που σηκώθηκε προς το μέρος  του.

''Πού τους βρήκες? ', ρώτησε το κορίτσι.

''Είναι μια παράξενη ιστορία, που το μόνο που θα κάνει είναι να σε στοιχειώσει αν τη διηγηθώ'', είπε ο Φόρσαϊθ έχοντας μία κενή έκφραση που διέγειρε έντονα την περιέργεια του κοριτσιού.

''Σε παρακαλώ πες τη μου! μου αρέσουν οι παράξενες ιστορίες, και ποτέ δεν με σκοτίζουν. Αχ, να μου την αφηγηθείς! οι ιστορίες σου είναι πάντα τόσο ενδιαφέρουσες'', φώναξε κοιτάζοντας προς τα πάνω με έναν τόσο όμορφο συνδυασμό παράκλησης και προσταγής στο γοητευτικό της πρόσωπο, που ήταν αδύνατο να της αρνηθεί.

''Θα λυπηθείς για αυτό, και μάλλον και εγώ... σε προειδοποιώ εκ των προτέρων, ότι έχει προφητευθεί πως ο κάτοχος αυτών των μυστηριωδών σπόρων θα βρει κακό'', είπε ο Φορσάϊθ χαμογελώντας ακόμη και όταν έσμιγε τα μαύρα του φρύδια και κοίταξε το νεανικό πλάσμα μπροστά του με μια ματιά στοργική και ωστόσο γεμάτη δέος.

''Άντε πες μου, δεν φοβάμαι αυτά τα χαριτωμένα μικρά πραγματάκια'', απάντησε αυτή με υπεροπτικό νεύμα.

''Το να ακούς σημαίνει να υπακούς. Άσε με να σου διαβάσω τα γεγονότα, και τότε θα ξεκινήσω να σου λέω την ιστορία'', απάντησε ο Φόρσαϊθ βηματίζοντας πέρα-δώθε έχοντας την απόμακρη όψη κάποιου που γυρίζει τις σελίδες του παρελθόντος.

Η Έβελυν τον κοίταξε μια στιγμή, και μετά επέστρεψε στο έργο της, ή μάλλον στην αναψυχή της μιας και η ανάθεση μιας τέτοιας αποστολής φαινόταν ταιριαστή στο ζωηρό μικρό πλάσμα, μισό παιδί και μισή γυναίκα.

''Ενώ βρισκόμουν στην Αίγυπτο'', ξεκίνησε να αφηγείται ο Φόρσαϊθ με τρόπο αργό, ''πήγα μια μέρα με τον ξεναγό μου και τον καθηγητή Νάιλς να εξερευνήσουμε την Πυραμίδα του Χέοπα [1]

Ο Νάιλς είχε μια μανία για αρχαιότητες κάθε είδους και ο ζήλος των αναζητήσεών του τον έκανε να ξεχνάει τον χρόνο, τον κίνδυνο και την κόπωση.

Ψαχουλέψαμε πάνω κάτω στα στενά περάσματα, μισοπνιγμένοι από τη σκόνη και τον λιγοστό αέρα' διαβάζοντας επιγραφές επάνω στους τοίχους, σκοντάφτοντας σε διαλυμένους τάφους μουμιών, ή ερχόμενοι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιο αποξηραμένο δείγμα, κουρνιασμένο σαν hobgoblin [2] στα μικρά ράφια όπου οι νεκροί φυλάσσονταν για αιώνες. Ήμουν απελπιστικά κουρασμένος έπειτα από λίγες ώρες, και ικέτευσα τον καθηγητή να επιστρέψουμε.

Μα εκείνος ήταν αποφασισμένος να εξερευνήσει κάποια συγκεκριμένα μέρη και δεν επρόκειτο να παραιτηθεί.

Είχαμε μόνο έναν ξεναγό, οπότε αναγκάστηκα να μείνω. Αλλά ο Τζουμάλ, ο άνθρωπός μου, βλέποντας πόσο εξαντλημένος ήμουν, μας πρότεινε να ξεκουραστούμε σε ένα από τα μεγαλύτερα περάσματα ενώ αυτός θα πήγαινε να βρει έναν άλλο ξεναγό για τον Νάιλς. 

Συμφωνήσαμε, και αφού μας διαβεβαίωσε ότι ήμασταν απολύτως ασφαλείς εφόσον δεν εγκαταλείπαμε εκείνο το σημείο ο Τζουμάλ μας άφησε, με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε γρήγορα. Ο καθηγητής έκατσε κάτω για να κρατήσει σημειώσεις από τις έρευνές του, και εγώ, καθώς ξάπλωσα επάνω στην απαλή άμμο, αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα από εκείνη την απερίγραπτη έξαψη που ενστικτωδώς μας προειδοποιεί για  τον κίνδυνο, και αφού σηκώθηκα κατάλαβα ότι ήμουν μόνος. Ένας πυρσός έκαιγε αδύναμα εκεί όπου τον είχε τοποθετήσει ο Τζουμάλ, αλλά ο Νάιλς και ο άλλος πυρσός δεν ήταν εκεί. 

Για μια στιγμή ένιωσα καταπιεσμένος από μία φρικτή αίσθηση μοναξιάς' μετά, βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και έψαξα καλά τριγύρω μου. Ένα μικρό κομμάτι χαρτί ήταν καρφιτσωμένο στο καπέλο μου το οποίο βρισκόταν δίπλα μου και επάνω του διάβασα, γραμμένες με το γραφικό χαρακτήρα του καθηγητή, τις παρακάτω λέξεις: 

''Επέστρεψα εκεί από όπου έχουμε ήδη περάσει ώστε να φρεσκάρω τη μνήμη μου ως προς κάποια συγκεκριμένα σημεία. Μη με ακολουθήσεις μέχρι να έρθει ο Τζουμάλ. Μπορώ να βρω το δρόμο της επιστροφής, ξέρω πώς να το κάνω. Κοιμήσου καλά, και δες λαμπρά όνειρα με τους Φαραώ. Ν.Ν''

Στην αρχή κορόιδεψα το γέρο χομπίστα, μετά ένιωσα άγχος, μετά ανησυχία, και τελικά αποφάσισα να τον ακολουθήσω επειδή ανακάλυψα ένα χοντρό νήμα δεμένο γύρω από μία πέτρα και ήξερα ότι αυτό ήταν ο τρόπος που είχε βρει ο καθηγητής για να γυρίσει πίσω.

Αφού άφησα ένα σύντομο μήνυμα στον Τζουμάλ, πήρα τον πυρσό μου και ακολούθησα το νήμα κατά μήκος των ελικοειδών διαδρόμων. Συχνά φώναζα, αλλά δεν έπαιρνα απάντηση και συνέχιζα, ελπίζοντας σε κάθε στροφή να δω το γέρο καθηγητή να μελετάει αφοσιωμένος κάποιο μουχλιασμένο κειμήλιο της αρχαιότητας. Ξαφνικά, το νήμα τελείωσε και χαμηλώνοντας τον πυρσό μου είδα ότι οι πατημασιές συνεχίζονταν.

''Βιάσου φίλε, σίγουρα θα έχει χαθεί'' σκέφτηκα, πραγματικά ανήσυχος τώρα. Καθώς σταμάτησα, ένα αχνό κάλεσμα έφτασε στα αυτιά μου και απάντησα ... περίμενα, μετά φώναξα ξανά, και μια ακόμη πιο αχνή ηχώ μου απάντησε.

Ήταν προφανές ότι ο Νάιλς προχωρούσε, παραπλανημένος  από τις αντηχήσεις των χαμηλών περασμάτων. Δεν έπρεπε να χαθεί χρόνος, και καθώς ξεχάστηκα, τοποθέτησα τον πυρσό μου μέσα στη βαθιά άμμο ώστε να βρεθώ πίσω στο νήμα και έτρεξα στο μονοπάτι που απλωνόταν μπροστά μου ενώ κραύγαζα σαν τρελός καθώς προχωρούσα.

Δεν είχα πρόθεση να χάσω οπτική επαφή με το φως του πυρσού μου, αλλά μέσα στην ανυπομονησία μου να βρω τον Νάιλς έφυγα από το κύριο πέρασμα, και καθοδηγούμενος από τη φωνή του, έσπευδα όλο και περισσότερο. Ο πυρσός του σύντομα γέμισε με χαρά τα μάτια μου, και το σφιχτό κράτημα των τρεμάμενων χεριών του μου εξηγούσε το βάρος της αγωνίας που είχε υποστεί.

''Ας φύγουμε αμέσως από αυτό το φρικτό μέρος'', είπε σκουπίζοντας από το μέτωπό του μεγάλες σταγόνες ιδρώτα. 

''Έλα, δεν είμαστε μακριά από το νήμα. Μπορώ να το φτάσω σύντομα, και τότε θα είμαστε ασφαλής'', αλλά καθώς μιλούσα, μια ψύχρα πέρασε από πάνω μου, αφού ένας τέλειος λαβύρινθος από στενά μονοπάτια απλωνόταν μπροστά μας.

Προσπαθώντας να καθοδηγήσω τον εαυτό μου μέσω των σημείων αναφοράς που είχα παρατηρήσει κατά το βιαστικό μου πέρασμα, ακολούθησα τα ίχνη μέσα στην άμμο μέχρι που φαντάστηκα ότι πρέπει να ήμασταν κοντά στον πυρσό μου. Ωστόσο καμία λάμψη δεν εμφανίστηκε, και γονατίζοντας προκειμένου να εξετάσουμε τις πατημασιές από πιο κοντά ανακάλυψα - προς μεγάλη μου απογοήτευση - ότι είχα ακολουθήσει τις λάθος πατημασιές, μιας και ανάμεσα σε όσες είχαν γίνει από χοντρό τακούνι υπήρχαν άλλες από γυμνά πόδια' δεν είχαμε πλέον οδηγό εκεί, και ο Τζουμάλ φορούσε σανδάλια.

Καθώς σηκώθηκα στα πόδια μου, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Νάιλς με μία λέξη γεμάτη απελπισία ''Χαθήκαμε!'', ενώ έδειχνα προς το φως του πυρσού που έσβηνε γρήγορα.

Σκέφτηκα ότι ο γέρος θα είχε καταβληθεί, αλλά προς έκπληξή μου έμεινε ήρεμος και σταθερός, και αφού για μια στιγμή στάθηκε να σκεφτεί συνέχισε λέγοντας σιγανά: '' άλλοι έχουν περάσει από εδώ πριν από εμάς ... ας ακολουθήσουμε τα βήματά τους, γιατί αν δεν κάνω μεγάλο λάθος, τα βήματα αυτά οδηγούν προς μεγάλα περάσματα όπου εύκολα μπορούμε να βρούμε το δρόμο μας''.

Προχωρήσαμε λοιπόν με γενναιότητα, μέχρι που ένα παραστράτημα του καθηγητή είχε ως αποτέλεσμα να πέσει βίαια στο έδαφος και να σπάσει το πόδι του, και σχεδόν έσβησε τον πυρσό. Ήταν ένα φρικτό αδιέξοδο, και έχασα κάθε ελπίδα καθώς κάθισα δίπλα στον καημένο συνάδελφό μου που κείτοταν εκεί εξαντλημένος από την κούραση, τύψεις και πόνο, επειδή δεν επρόκειτο να τον αφήσω.

''Πωλ'', μου είπε ξαφνικά, ''αν δεν προχωρήσεις, υπάρχει κάτι ακόμη που μπορούμε να προσπαθήσουμε: θυμάμαι ότι μια ομάδα που είχε χαθεί όπως και εμείς, και σώθηκαν ανάβοντας μια φωτιά ... ο καπνός απλώθηκε πιο πέρα από τον ήχο ή το φως και ο οδηγός τους ήταν εύστροφος ώστε να καταλάβει ότι η ομίχλη ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Την ακολούθησε και έτσι έσωσε την ομάδα. Άναψε μια φωτιά, και εμπιστέψου τον Τζουμάλ.''

''Να ανάψω φωτιά δίχως ξύλα?'', αναρωτήθηκα. Μα μου έδειξε ένα ράφι πίσω μου, που μου είχε διαφύγει της προσοχής μέσα στο μισοσκόταδο. Και πάνω σε αυτό είδα μια αδύνατη κάσα μούμιας. Κατάλαβα τι εννοούσε, αφού αυτές οι άνυδρες κάσες που βρίσκονταν εκεί κατά εκατοντάδες μπορούν να χρησιμοποιηθούν δωρεάν ως καυσόξυλο.  

Απλώνοντας το χέρι μου την τράβηξα κάτω, πιστεύοντας ότι ήταν κενή. Αλλά καθώς έπεσε κάτω, άνοιξε και μια μούμια ξετυλίχθηκε έξω από την κάσα. Όσο συνηθισμένος κι αν ήμουν σε τέτοιου είδους θεάματα τρόμαξα λίγο, αφού ο κίνδυνος με είχε αναστατώσει. 

Αφού άφησα παραδίπλα τη μικρή καφέ χρυσαλίδα, έσπασα την κάσα και έβαλα με τον πυρσό μου φωτιά στο σωρό των ξύλων και σύντομα ένα απαλό σύννεφο από καπνό περιπλανιόταν προς τα τρία μονοπάτια που απέκλιναν από το μέρος στο οποίο είχαμε σταματήσει την πορεία μας. 

Ενώ ήμασταν απασχολημένοι με τη φωτιά, ο Νάιλς, αμελώντας τον πόνο και τον κίνδυνο είχε τραβήξει τη μούμια πιο κοντά και την εξέταζε με το ενδιαφέρον ενός άντρα που τον κυβερνούσε ένα πάθος δυνατότερο ακόμη κι από το θάνατο.

''Έλα να με βοηθήσεις να το ξετυλίξω. Πάντα λαχταρούσα να είμαι  ο πρώτος που θα δει και θα εξασφαλίσει τους περίεργους θησαυρούς, τους τακτοποιημένους στις πτυχές αυτών των αλλόκοτων σπειροειδών σεντονιών. Αυτή εδώ είναι μια γυναίκα, και ίσως βρούμε κάτι σπάνιο και πολύτιμο εδώ πέρα”, είπε ξεκινώντας να ξεδιπλώνει τα εξωτερικά καλύμματα από τα οποία αναδυόταν μια περίεργη αρωματική οσμή.

Υπάκουσα με δισταγμό, μιας και για εμένα υπήρχε κάτι το ιερό στα οστά αυτής της άγνωστης γυναίκας. Αλλά, για να ξεγελάσω το χρόνο και να κρατήσω ζεστό το ενδιαφέρον του καημένου του συναδέρφου μου, έβαλα ένα χεράκι και καθώς δούλευα αναρωτιόμουν αν αυτό το σκοτεινό άσχημο πράγμα υπήρξε ποτέ ένα όμορφο Αιγύπτιο κορίτσι με απαλά μάτια.

Από τις ινώδεις πτυχές των περιτυλιγμάτων έπεσαν πολύτιμα κόμμι και μπαχαρικά, τα οποία μας μισο-μέθυσαν με το δυνατό τους άρωμα, αρχαία νομίσματα και καναδύο περίεργα κοσμήματα τα οποία ο Νάιλς εξέτασε με ενθουσιασμό.

Όλοι οι  επίδεσμοι εκτός από έναν είχαν επιτέλους κοπεί, και ένα μικρό στρογγυλό κεφάλι αποκαλύφθηκε, από το οποίο κρέμονταν υπέροχες πλεξούδες από μαλλιά που κάποτε ήταν πολύ πλούσια. Τα ζαρωμένα χέρια ήταν διπλωμένα στο στήθος, και μέσα τους κρατούσαν σφιχτά εκείνο το χρυσό κουτί.''

‘'Α!", φώναξε η Έβελυν, ρίχνοντάς το από τη ροδαλή της παλάμη με ένα τρέμουλο.

''Όχι, μην απορρίπτεις το θησαυρό της φτωχής μικρής μούμιας. Ποτέ δε συγχώρησα τον εαυτό μου εντελώς που τον έκλεψα, ή για το ότι την έκαψα'', είπε ο Φόρσαϊθ ζωγραφίζοντας γρήγορα λες και  η θύμηση αυτής της εμπειρίας δάνειζε ενέργεια στο χέρι του.

''Για το ότι την έκαψες! Ω Πωλ, τι εννοείς?'' ρώτησε το κορίτσι, καθώς ανασηκώθηκε με πρόσωπο γεμάτο με την έξαψη του ενθουσιασμού.

''Θα σου πω: ενώ ήμουν απασχολημένος με την Κυρία Μούμια, η φωτιά μας είχε γίνει θαμπή επειδή η στεγνή κάσα είχε χρησιμοποιηθεί ως προσάναμμα. Ένας αμυδρός, μακρινός ήχος έκανε τις καρδιές μας να χοροπηδήσουν, και ο Νάιλς φώναξε δυνατά:'' στοίβαξε τα ξύλα! ο Τζουμάλ βρίσκεται στα ίχνη μας! μην αφήσεις τον καπνό να χαθεί τώρα γιατί χαθήκαμε!''

''Δεν υπάρχουν άλλα ξύλα...η κάσα ήταν πολύ μικρή, και όλα κάηκαν'', του απάντησα, σχίζοντας από τα ρούχα μου όσα μπορούσαν να καούν άμεσα και στοιβάζοντάς τα πάνω στη χόβολη. Ο Νάιλς έκανε το ίδιο, αλλά τα μαλακά υφάσματα κάηκαν γρήγορα από τη φωτιά και δεν σήκωσαν καθόλου καπνό.

''Κάψε αυτό!', διέταξε τότε ο καθηγητής δείχνοντας προς τη μούμια. Δίστασα για μια στιγμή. Ξανακούστηκε η αδύναμη ηχώ μιας κόρνας. Για εμένα, το να ζήσω ήταν σημαντικό. Μερικά ξερά κόκκαλα ίσως μας έσωζαν, οπότε τον υπάκουσα σιωπηλά.

Μια μουντή λάμψη ξεπετάχτηκε, και βαρύς καπνός αναδύθηκε από την μούμια που καιγόταν. Ο καπνός κυλούσε με μεγάλη ένταση διαμέσου των χαμηλών περασμάτων απειλώντας να μας πνίξει με την αρωματική της ομίχλη. Το μυαλό μου άρχισε να ζαλίζεται, το φως χόρευε μπροστά στα μάτια μου, παράξενα πνεύματα έμοιαζαν να κατοικούν στον αέρα και πάνω που ρωτούσα το Νάιλς γιατί λαχάνιαζε και φαινόταν τόσο χλωμός, έχασε τις αισθήσεις του.

Η Έβελυν πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε στην άκρη τα αρωματισμένα παιχνίδια από την αγκαλιά της, λες και η μυρωδιά τους την καταπίεζε.

Το μελαμψό πρόσωπο του Φόρσαϊθ ήταν ολότελα φωτισμένο με τον ενθουσιασμό της ιστορίας του, και τα μαύρα μάτια του γυάλιζαν καθώς προσέθετε γελώντας: ''αυτό ήταν, η ιστορία τελείωσε: ο Τζουμάλ μας βρήκε και μας έβγαλε έξω, και αμφότεροι αποκηρύξαμε τις πυραμίδες για το υπόλοιπο της ζωής μας.''

''Μα το κουτί: πώς κατέληξες να το κρατήσεις;'', ρώτησε η Έβελυν ρίχνοντάς του πλάγιες ματιές καθώς αυτό φεγγοβολούσε εκεί, κάτω από ένα κύμα ηλιαχτίδων.

''Ω, το έφερα από εκεί ως αναμνηστικό, και ο Νάιλς κράτησε τα υπόλοιπα μπιχλιμπίδια''.

''Μα είπες ότι έχει προφητευθεί πως ο κάτοχος αυτών των κατακόκκινων σπόρων θα βρει κακό'', επέμεινε το κορίτσι, της οποίας η φαντασία είχε εξαφθεί από την ιστορία και φανταζόταν πως ο Φόρσαϊθ δεν της τα είχε πει όλα.

''Ανάμεσα στα λάφυρά του, ο Νάιλς βρήκε ένα κομμάτι περγαμηνής την οποία αποκρυπτογράφησε, και αυτή η επιγραφή έλεγε ότι η μούμια που με τόση έλλειψη αβρότητας είχαμε κάψει άνηκε σε μια διάσημη μάγισσα που άφηνε την κατάρα της σε όποιον διέκοπτε την ανάπαυσή της. Φυσικά, δεν πιστεύω ότι η κατάρα έχει να κάνει καθ' οιονδήποτε τρόπο με αυτό αλλά είναι γεγονός ότι ο Νάιλς δεν ευημέρησε ποτέ από εκείνη τη μέρα και έκτοτε. 

Εκείνος λέει ότι αυτό συμβαίνει επειδή ποτέ δεν ανέκαμψε από την πτώση και την τρομάρα που πήρε - και τολμώ να πω ότι έτσι έχουν τα πράγματα' αλλά μερικές φορές αναρωτιέμαι αν πρόκειται και εγώ να μοιραστώ την κατάρα αυτή, είμαι βλέπεις προληπτικός και αυτή η καημένη μικρή μούμια στοιχειώνει έκτοτε τα όνειρά μου.''

Μια μακρά σιωπή ακολούθησε αυτές τις λέξεις. Ο Πωλ ζωγράφιζε μηχανικά και η Έβελυν στεκόταν και τον κοίταζε επίμονα ενώ στο πρόσωπό της φαινόταν ότι ήταν σκεπτική.

Αλλά οι μουντές διαθέσεις ήταν τόσο ξένες στη φύση της όσο είναι οι σκιές στο μεσημέρι, και σύντομα γελούσε πολύ ευδιάθετα, λέγοντας καθώς ξαναπήρε στα χέρια της το κουτί:

''Γιατί δεν φυτεύεις τους σπόρους, για να δεις τι θεσπέσια άνθη θα γεννήσουν;''

''Αμφιβάλλω για το αν θα φυτρώσει ο,τιδήποτε από αυτούς τους σπόρους μετά από τόσους αιώνες που βρίσκονταν στα χέρια μιας μούμιας'', απάντησε ο Φόρσαϊθ με σοβαρότητα.

''Άσε με να τους φυτέψω και να προσπαθήσω. Ξέρεις ότι σιτάρι βλάστησε και μεγάλωσε από σπόρο που πάρθηκε από την κάσα μιας μούμιας ' γιατί να μην κάνουν το ίδιο ετούτοι εδώ οι όμορφοι σπόροι; θα ήθελα τόσο πολύ να τους δω να ανθίζουν...θα μπορούσα, Πωλ;''

''Όχι, θα προτιμούσα να μην κάνω αυτό το πείραμα. Έχω ένα αλλόκοτο αίσθημα σχετικά με το όλο ζήτημα, και δεν θέλω να ανακατευτώ εγώ ο ίδιος - ή να αφήσω κάποιον που αγαπώ να το κάνει - με αυτούς τους σπόρους. Ίσως είναι κάποιο φριχτό δηλητήριο, ή ίσως να κατέχουν κάποια σατανική δύναμη ... η μάγισσα προφανώς εκτιμούσε την αξία τους, εφόσον τους κρατούσε γερά στα χέρια της ακόμη και στον τάφο της.''

''Τώρα όμως γίνεσαι ανόητα προληπτικός, και με κάνεις να γελάω μαζί σου. Να είσαι δοτικός. Δώσε μου ένα σπόρο, μόνο και μόνο για να μάθω αν θα ανθίσει. Βλέπεις, θα σε πληρώσω για αυτό'', και η Έβελυν, που τώρα στεκόταν δίπλα του, του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο καθώς πρόβαλε το αίτημά της αποπνέοντας την καθηλωτική της γοητεία στον αέρα.

Μα ο Φόρσαϊθ δεν θα υπέκυπτε. Χαμογέλασε και ανταπέδωσε την αγκαλιά με τον τρόπο και τη ζεστασιά που ένας σύντροφος θα το έκανε, και πέταξε τους σπόρους μέσα στη φωτιά. Μετά της ξαναέδωσε το χρυσό κουτί λέγοντας τρυφερά:

''Αγαπημένη μου, θα το γεμίσω με διαμάντια ή σοκολατάκια αν αυτό σε ευχαριστεί, μα δεν θα σε αφήσω να παίξεις με τα ξόρκια αυτής της μάγισσας. Έχεις αρκετά δικά σου, οπότε ξέχνα τους 'όμορφους σπόρους' και δες πόσο όμορφη είσαι εδώ που σε ζωγράφισα: μοιάζεις σαν να βγήκες από το Φως Του Χαρεμιού [3] ''

Η Έβελυν συνοφρυώθηκε και χαμογέλασε, και σύντομα οι δύο εραστές έκαναν βόλτα έξω στον ανοιξιάτικο ήλιο απολαμβάνοντας την ευτυχία τους, ξέγνοιαστοι μακριά από το φόβο που ένα κακό προαίσθημα προκαλεί.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2:

''Σου έχω μια μικρή έκπληξη, αγάπη μου'', είπε ο Φόρσαϊθ καθώς καλωσόριζε τον ξάδερφό του τρεις μήνες αργότερα, το πρωινό της ημέρας του γάμου του.

''Και εγώ σου έχω μία'', του απάντησε χαμογελώντας ανεπαίσθητα.

''Πόσο χλωμή είσαι, και πόσο αδυνάτισες! όλη αυτή η βαβούρα σχετικά με το γάμο είναι πολλή για εσένα, Έβελυν'', είπε με ανησυχία γεμάτη στοργή καθώς κοιτούσε προσεκτικά την περίεργη ωχρότητα του προσώπου της και κρατούσε το καχεκτικό μικρό της χέρι μέσα στο δικό του.

''Είμαι τόσο κουρασμένη'', είπε αυτή, και έγειρε βαριεστημένα το κεφάλι της επάνω στο στέρνο του συντρόφου της. 

''Ούτε ο ύπνος, η τροφή ή ο καθαρός αέρας μου δίνει δύναμη, και μια περίεργη ομίχλη φαίνεται να θολώνει το μυαλό μου κάποιες φορές. Η μητέρα λέει ότι είναι η ζέστη, μα τρέμω ακόμη και όταν με χτυπάει ο ήλιος, ενώ τη νύχτα καίγομαι από τον πυρετό. Πωλ, αγαπημένε μου, είμαι χαρούμενη που σύντομα θα με πάρεις μαζί σου να ζήσω μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή αλλά φοβάμαι ότι θα είναι πολύ σύντομη.''

''Η ιδιόρρυθμη μικρή μου σύζυγος! είσαι κουρασμένη και αγχωμένη με όλες αυτές τις έννοιες, αλλά μερικές εβδομάδες ξεκούρασης στην εξοχή θα μας δώσουν πίσω την πρώτη νιότη μας ξανά. Δεν έχεις καμία περιέργεια να μάθεις την έκπληξή μου;'' ρώτησε αυτός, με σκοπό να αλλάξει τις σκέψεις της.

Το άδειο βλέμμα που είχε το πρόσωπο της κοπέλας έδωσε τη θέση του σε ένα βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον, μα καθώς άκουγε φαινόταν ότι απαιτούταν προσπάθεια για να μείνει ο νους της προσηλωμένος στα λόγια του αγαπημένου της.

''Θυμάσαι τη μέρα που ξαχουλέυαμε στο παλιό ντουλάπι ''

''Ναι'', είπε αυτή και ένα  χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της για μια στιγμή.

''Και πόσο ήθελες να φυτέψεις αυτούς τους αλλόκοτους κόκκινους σπόρους που έκλεψα από τη μούμια;''

''Θυμάμαι'', και τα μάτια της άναψαν με μια ξαφνική φωτιά.

''Λοιπόν, τους πέταξα μέσα στη φωτιά όπως είχα σκεφτεί, και σου έδωσα το κουτί. Αλλά όταν επέστρεψα για να καλύψω τον πίνακα που είχα ζωγραφίσει και βρήκα έναν από εκείνους τους σπόρους επάνω στο χαλί, μια ξαφνική επιθυμία να δώσω ικανοποίηση στο καπρίτσιο σου με οδήγησε να τον στείλω στο Νάιλς και να του ζητήσω να τον φυτέψει και να μου αναφέρει σχετικά με την πρόοδό του.

Σήμερα είχα νέα του για πρώτη φορά, και αναφέρει ότι ο σπόρος έχει μεγαλώσει υπέροχα, έχει βγάλει μπουμπούκια, και ότι προτίθεται να πάρει το πρώτο λουλούδι - εφόσον ανθίσει έγκαιρα - σε μια συνάντηση διάσημων επιστημόνων, μετά το πέρας της οποίας θα μου στείλει το πραγματικό όνομα του φυτού αλλά και το ίδιο το φυτό. Από την περιγραφή του, πρέπει να είναι πολύ παράξενο και ανυπομονώ να το δω.''

''Δεν χρειάζεται να περιμένεις' μπορώ να σου δείξω το λουλούδι ανθισμένο'', και η Έβελυν έγνεψε με εκείνο το εξαιρετικό χαμόγελο που τόσο καιρό ήταν ξένο στα χείλη της.

Μαγεμένος, ο Φόρσαϊθ την ακολούθησε στη μικρή της κάμαρα και εκεί, με το ηλιόφως να πέφτει επάνω του, βρισκόταν το άγνωστο φυτό.

Σχεδόν απαρατήρητα μέσα στην αφθονία τους ήταν τα ζωηρά πράσινα φύλλα επάνω στους λεπτούς μωβ μίσχους, και από το μέσον τους ανέτειλε ένα λευκό σαν φάντασμα άνθος, στο σχήμα ενός κουκουλωτού φιδιού, με κατακόκκινους στήμονες σαν διχαλωτές γλώσσες, και στα πέταλά του λαμποκοπούσαν κηλίδες σαν πάχνη.

''Ένα παράξενο, αφύσικο λουλούδι! έχει μυρωδιά;'' ρώτησε ο Φόρσαϊθ, σκύβοντας για να το εξετάσει και ξεχνώντας,  χαμένος μέσα στο ενδιαφέρον του, να ρωτήσει πώς βρέθηκε εκεί.

''Κανένα, και αυτό με απογοητεύει, μου αρέσουν τόσο πολύ τα αρώματα'', απάντησε το κορίτσι χαϊδεύοντας τα πράσινα φύλλα τα οποία έτρεμαν στο άγγιγμά της, ενώ οι μωβ μίσχοι πήραν μια πιο βαθιά απόχρωση.

''Τώρα, πες μου για αυτό'', είπε ο Φόρσαϊθ αφού στάθηκε σιωπηλός για αρκετά λεπτά.

''Πήγα πριν από εσένα και εξασφάλισα έναν από τους σπόρους, ήταν δύο οι σπόροι που έπεσαν στο χαλί. Τον φύτεψα κάτω από ένα ποτήρι στο πιο γόνιμο χώμα που μπορούσα να βρω, το πότιζα με συνέπεια και πίστη και μαγεύτηκα με την ταχύτητα με την οποία μεγάλωσε από τη στιγμή που πετάχτηκε πάνω από το χώμα. 

Δεν το είπα σε κανένα, επειδή είχα πρόθεση να σου κάνω έκπληξη με αυτό' αλλά αυτό το μπουμπούκι ήταν πολύ καιρό σε άνθιση, έπρεπε να περιμένω. Είναι καλός οιωνός το ότι λουλουδιάζει σήμερα, και αφού είναι σχεδόν λευκό, προτίθεμαι να το φορέσω αφού έμαθα να το αγαπώ, έτσι που τόσο καιρό το είχα το χαϊδεμένο μου.''

''Δεν θα το φορούσα, διότι παρά το αθώο του χρώμα είναι ένα σατανικό φυτό, με γλώσσα οχιάς και αφύσικη πάχνη. Περίμενε μέχρι ο Νάιλς να μας πει τι είναι, και μετά αν είναι ακίνδυνο χαϊδολόγησέ το όσο θέλεις.''

Ίσως η μάγισσά μου το λάτρευε λόγω κάποιας συμβολικής ομορφιάς - αυτοί οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν όλο περίεργες προτιμήσεις. Ήταν πολύ πανούργο εκ μέρους σου να πάρεις εκδίκηση από εμένα με τον τρόπο αυτό. Μα σε συγχωρώ, αφού σε μερικές ώρες θα είμαστε δεμένοι με τα δεσμά του γάμου για πάντα. Πόσο κρύο είναι το χέρι σου! Έλα έξω στον κήπο για να μαζέψεις λίγη ζέστη για απόψε, αγάπη μου ''

Αλλά όταν έπεσε η νύχτα, κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει το κορίτσι με τη χλωμάδα, αφού έλαμπε σαν λουλούδι ροδιάς, τα μάτια της ήταν γεμάτα φωτιά, τα χείλη της κατακόκκινα, και όλη της η παλιά ζωντάνια έμοιαζε να έχει επανέλθει.

Ποτέ δεν υπήρξε μια πιο λαμπερή νύφη από αυτή, να κοκκινίζει κάτω από ένα τέτοιο θαμπό πέπλο, και όταν ο αγαπημένος της την αντίκρυσε ξαφνιάστηκε απόλυτα από την σχεδόν απόκοσμη ομορφιά που μεταμόρφωσε το χλωμό, νωθρό πλάσμα του πρωινού σε αυτή την εκθαμβωτική γυναίκα.

Παντρεύτηκαν, και αν η αγάπη, οι πολλές ευχές και όλα τα καλά δώρα με τα οποία απλόχερα τους στόλισαν μπορούσαν να τους κάνουν ευτυχισμένους, τότε αυτό το νεαρό ζευγάρι ήταν πράγματι ευλογημένο.

Μα ακόμη και στην έκσταση της στιγμής  στην οποία θα γινόταν δική του, ο Φόρσαϊθ παρατήρησε πόσο παγωμένο ήταν το μικρό της χέρι καθώς το κρατούσε, πόσο πυρετώδες το βαθύ χρώμα στο απαλό της μάγουλο όπου τη φίλησε, και τι παράξενη φωτιά έκαιγε στα τρυφερά μάτια που τον κοιτούσαν τόσο νοσταλγικά.

Ανάλαφρη και όμορφη ως πνεύμα, η χαμογελαστή νύφη έπαιξε το ρόλο της σε όλους τους εορτασμούς εκείνου του μεγάλου σε διάρκεια απογεύματος, και όταν επιτέλους το φως, η ζωή και το χρώμα ξεκίνησαν να ξεθωριάζουν, τα στοργικά μάτια που την παρακολουθούσαν σκέφτηκαν ότι ήταν η φυσική κόπωση λόγω της προχωρημένης ώρας που την έκαναν να μοιάζει καταβεβλημένη.

Καθώς ο τελευταίος καλεσμένος έφευγε, ένας υπηρέτης βρήκε τον Φόρσαϊθ και του έδωσε ένα γράμμα που επάνω είχε τη σημείωση ''Κατεπείγον''. Ανοίγοντάς το, διάβασε τα παρακάτω λόγια, γραμμένα από ένα φίλο του καθηγητή:

''ΑΓΑΠΗΤΕ ΚΥΡΙΕ - ο καημένος ο Νάιλς πέθανε ξαφνικά πριν δύο ημέρες, ενώ βρισκόταν στον Επιστημονικό Σύλλογο και οι τελευταίες του λέξεις ήταν οι εξής: ''πες στον Πωλ Φόρσαϊθ να προσέχει την Κατάρα Της Μούμιας, επειδή αυτό το ολέθριο, θανάσιμο λουλούδι με σκότωσε”. Οι συνθήκες του θανάτου του ήταν τόσο παράξενες, που τις προσθέτω ως συνέχεια αυτού του μηνύματος.

Για αρκετούς μήνες, όπως μας είπε, παρατηρούσε ένα άγνωστο φυτό, και εκείνο το δειλινό μας έφερε το λουλούδι για να το εξετάσουμε. Άλλα ζητήματα ενδιαφέροντος μας απασχόλησαν μέχρι αργά, και το ζήτημα του φυτού ξεχάστηκε. 

Ο καθηγητής το φορούσε στην κουμπότρυπά του - ένα παράξενο λευκό, ερπετοειδές άνθος με χλωμές αστραφτερές κηλίδες οι οποίες αργά άλλαζαν σε λαμπερό βαθύ κόκκινο χρώμα μέχρι που τα φύλλα έμοιαζαν σαν να ήταν ψεκασμένα με αίμα. 

Παρατηρήθηκε ότι σε αντίθεση με τη χλωμάδα και την αδυναμία που προσφάτως τον είχε καταβάλει, ο καθηγητής ήταν ασυνήθιστα ζωηρός και έμοιαζε να βρίσκεται σε μια σχεδόν αφύσικη κατάσταση καλής διάθεσης. Κοντά στο τέλος της συνάντησης, στο μέσο μιας ζωηρής συζήτησης έπεσε κάτω σαν να χτυπήθηκε από αποπληξία. Μεταφέρθηκε στην οικία του αναίσθητος, και μετά από ένα διάλειμμα διαύγειας κατά το οποίο μου έδωσε το μήνυμα που κατέγραψα παραπάνω, πέθανε μέσα σε μεγάλη αγωνία, λέγοντας ασυναρτησίες για μούμιες, πυραμίδες, ερπετά και κάποια θανάσιμη κατάρα που του είχε επιτεθεί.

Μετά το θάνατό του, μπλαβί κόκκινες κηλίδες όπως εκείνες του λουλουδιού εμφανίστηκαν επάνω στο δέρμα του και το πτώμα ξεράθηκε σαν μαραμένο φύλλο. Κατόπιν δικής μου επιθυμίας, το μυστηριώδες φυτό εξετάστηκε και ανακηρύχθηκε από την ανώτατη δυνατή αρχή ως ένα από τα πιο θανάσιμα δηλητήρια που ήταν γνωστά στις Αιγύπτιες μάγισσες.

Το φυτό απορροφά αργά τη ζωτικότητα οποιουδήποτε το καλλιεργεί, και το άνθος του προκαλεί είτε τρέλα είτε θάνατο αν φορεθεί για δύο ως τρεις ώρες.''

Το χαρτί έπεσε από το χέρι του Φόρσαϊθ' δεν διάβασε παρακάτω, αλλά έτρεξε βιαστικά στο δωμάτιο όπου είχε αφήσει τη νεαρή του σύζυγο. Σαν να ήταν εξαντλημένη από την κόπωση, είχε ξαπλώσει επάνω σε έναν καναπέ και είχε μείνει εκεί ακίνητη, με το πρόσωπό της μισοκρυμμένο από τις λεπτές πτυχές του πέπλου που είχε ρίξει πάνω του.

''Έβελυν, πολυαγαπημένη μου! ξύπνα και απάντησέ μου. Φόρεσες αυτό το παράξενο λουλούδι σήμερα;’' ψιθύρισε ο Φόρσαϊθ, παραμερίζοντας το πέπλο. Δεν υπήρχε ωστόσο καμία ανάγκη να απαντήσει η Έβελυν, επειδή εκεί, φεγγοβολώντας σαν φάσμα επάνω στον κόρφο της, βρισκόταν το διαβολικό άνθος, με τα λευκά του πέταλα τώρα να είναι κατάστικτο με κατακόκκινες κηλίδες, ζωηρές σαν να ήταν σταγόνες αίματος που πριν λίγο έπεσαν πάνω του.

Μα ο λυπημένος γαμπρός μόλις και μετά βίας που το είδε, επειδή το πρόσωπο της γυναίκας που το φορούσε τον συγκλόνισε με την παντελή του κενότητα. Ταλαιπωρημένο και κάτωχρο, όπως γίνεται με κάποια ασθένεια που εξασθενεί τον οργανισμό, το νεαρό πρόσωπο ,τόσο όμορφο μία ώρα πριν, βρισκόταν μπροστά του γερασμένο και μαστισμένο από την απειλητική επιρροή του φυτού που είχε ρουφήξει τη ζωή της.

Καμία αναγνώριση στα μάτια, καμία λέξη στα χείλη, καμία κίνηση στα χέρια - μόνο η ολοένα πιο αδύναμη αναπνοή, ο αργός σφυγμός, τα ορθάνοιχτα μάτια, μόνο αυτά πρόδιδαν ότι ήταν ζωντανή.

Αλίμονο για τη νεαρή σύζυγο! ο δεισιδαίμων φόβος τον οποίο είχε υποτιμήσει με ένα της χαμόγελο, είχε αποδειχθεί αληθινός: η κατάρα η οποία περίμενε για αιώνες είχε τελικά εκπληρωθεί, και το ίδιο της το χέρι διέλυσε την ευτυχία της για πάντα. Ο εν ζωή θάνατος ήταν η μοιραία καταδίκη της, και για χρόνια ο Φόρσαϊθ απομονώθηκε ώστε να φροντίζει με αξιολύπητη αφοσίωση το χλωμό φάντασμα το οποίο ποτέ - είτε με λέξεις είτε με ένα του βλέμμα - δεν θα μπορούσε να τον ευχαριστήσει για την αγάπη που έζησε περισσότερο ακόμη και από ένα πεπρωμένο όπως αυτό.



Σημειώσεις:

[1] Η Πυραμίδα του Χέοπα είναι η αρχαιότερη και η μεγαλύτερη από τις τρεις πυραμίδες της Νεκρόπολης της Γκίζας, η οποία συνορεύει με τη σύγχρονη πόλη της Γκίζας στην Αίγυπτο. Είναι το αρχαιότερο από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, και το μόνο που σώζεται στις μέρες μας.


[2] Το hobgoblin είναι ένα οικιακό πνεύμα, που εμφανίζεται στην αγγλική λαογραφία, που κάποτε θεωρούνταν χρήσιμο, αλλά το οποίο από την εξάπλωση του Χριστιανισμού συχνά θεωρείται κακόβουλο. 


[3] Το Φως Του Χαρεμιού (Light Of The Harem) = πίνακας ζωγραφικής του Frederic Leighton.



Μετάφραση: Δημήτρης Μαυρούτσικος

Επιμέλεια: Χρήστος Καζαντζόγλου

Σχόλια


Διαφημιστείτε στον Συντάκτη Ύλης, βοηθήστε με ένα μικρό ποσό την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Aegean Prepper - Kostas Simeonidis

Aegean Prepper - Kostas Simeonidis
Παρουσιάσεις εξοπλισμόυ για τις εξορμήσεις σας αλλά και για την καθημερινότητα σας!

Sports via History FC

Sports via History FC
H σελίδα Sports via History FC δημιουργήθηκε ως ενα κομμάτι της αθλητικής ιστορίας δίχως περικοπές και την πλήρη ανεξαρτησία στον λόγο και την γραφή.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *


The official™ page for Unidentified Flying Objects at Greece - H επίσημη ιστοσελίδα για τα Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα στην Ελλάδα.

THERE IS NO PLAN B